ἀκυρώσει

ἀκυρώσει
ἀκυρόω
cancel
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀκυρόω
cancel
fut ind mid 2nd sg
ἀκυρόω
cancel
fut ind act 3rd sg
ἀ̱κυρώσει , ἀκυρόω
cancel
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱κυρώσει , ἀκυρόω
cancel
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακυρωτικός — ή, ό [ακυρώνω] αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακύρωση — Η κήρυξη της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως α. διαδικασίας και σημαίνει θεσμό της ποινικής δικονομίας, ανάλογο προς την ανακοπή. Τέλος, το μέσο με το οποίο ζητείται από το Συμβούλιο Επικρατείας να ακυρώσει μια… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βάρδας — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων. II Όνομα Βυζαντινών στρατηγών. 1. Β. (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός, γιος του στρατηγού της Μακεδονίας Θεόφιλου …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Φρανσίσκα — (Maria Francisca, Παρίσι 1646 – Λισαβόνα 1683). Βασίλισσα της Πορτογαλίας (1666 83). Ήταν θυγατέρα του Καρόλου της Σαβοΐας, δούκα του Νεμόρ και του Ομάλ. Με υπόδειξη του Λουδοβίκου ΙΔ’, η Μ. παντρεύτηκε τον βασιλιά της Πορτογαλίας Αλφόνσο ΣΤ’,… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Σιλβέριος — Πάπας της Ρώμης (536 538). Επειδή αρνήθηκε να ακυρώσει την καθαίρεση του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Άνθιμου, εξορίστηκε με διαταγή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στα Πάταρα της Μ. Ασίας. Στη θέση του διορίστηκε από το στρατηγό Βελισσάριο πάπας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”